Περιήγηση στον τόπο μας
αναζήτηση
Η Ιστορία της πόλης
27/03/2007 15:17 - 30286 αναγνώσεις
Η Σητεία αποτελεί την πρωτεύουσα του ομώνυμου Δήμου και της Επαρχίας. Μια ωραία αμφιθεατρική πόλη με πληθυσμό σήμερα πάνω από 11.000 κατοίκους.
Δεσπόζει στον ομώνυμο κόλπο και αποτελεί ειρηνικό καταφύγιο για τους χιλιάδες Έλληνες και ξένους επισκέπτες που μ’ αυτήν αφετηρία ξεκινούν για να επισκεφτούν τα 45 χωριά της, να γευτούν την πατροπαράδοτη κρητική φιλοξενία και να διαπιστώσουν με θαυμασμό πως κάθε γωνιά της Σητειακής γης κρύβει στα σπλάχνα της κι από ένα αρχαιολογικό θησαυρό που πιστοποιεί την μεγάλη πολιτιστική παράδοση στον τόπο αυτό.
Το όνομα Σητεία είναι παλιό και προήλθε από την ονομασία της αρχαίας πόλεως Ήτιδος ή Ητείας που βρισκόταν στην Ανατολική Κρήτη σύμφωνα με τα λεγόμενα του Διογένη του Λαέρτιου που την θεωρεί πατρίδα του Μύσωνα ενός από τους 7 σοφούς.
Σ’ αυτό συμφωνεί και ο λεξικογράφος του Ε ‘ αι. μ.Χ. Στέφανος Βυζάντιος
Μπορεί όμως το όνομα να είναι προελληνικό και να πρόκειται για την SE-TO-I-JA των πινακίδων της γραμμικής γραφής.
Ο μελετητής του Ερωτόκριτου Γιάνναρης πιστεύει πως το τελικό Σητεία προήλθε από την γενική της Ήτείας ή από το εις Ητείαν.
Ο γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις βασισμένος σε επιγραφή που περιέχει ψήφισμα των Πραισίων και αναφέρει κατοίκους «Σηταήτας», πιστεύει ότι από το όνομα της πόλεως αυτών που θα ήταν Σήταια ή Σηταία προήλθε και το όνομα της Σητείας όπου σύμφωνα με φωνητικό νόμο το ΣΗΤΑΙΑ έγινε ΣΗΤΕΙΑ και το Σ επειδή αντιπροσώπευε συριστικό φθόγγο εγράφετο, αλλά στο Ελληνικό αλφάβητο δεν επροφέρετο και έτσι ακουγόταν ΗΤΕΙΑ.
Άλλοι επιστήμονες πιστεύουν πως πρόκειται για δυο διαφορετικές πόλεις. Αλλά κι αν ακόμη το όνομα της Σητείας προέρχεται από την αρχαία Σητεία ή Σήταια είναι βέβαιο ότι η νεώτερη πόλη δεν είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας.
Παρά τις διάφορες απόψεις των ιστορικών και μελετητών, η ανασκαφική έρευνα έχει τον πρώτο λόγο για να πιστοποιήσει ή να απορρίψει μια τέτοια υπόθεση.
Πάντως δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για να στηρίξουμε μια τέτοια άποψη πως δηλαδή η νεώτερη πόλη κτίστηκε στα θεμέλια αρχαίας.
Μεμονωμένες αποκαλύψεις, όπως ένας μικρός αριθμός σαρκοφάγων των Μινωϊκών χρόνων, πολλές έξω από τη σημερινή πόλη (Παπούρες, Ξεροκαμάρες), η Μινωϊκή έπαυλη στην Κληματαριά, στον δρόμο για το Πισκοκέφαλο, οι ιχθυδεξαμενές των Ρωμαϊκών χρόνων στο Τελωνείο κοντά και αυτό ακόμη το σπουδαίο εύρημα του αποθέτη – προφανώς ενός ιερού- με τη θαυμάσια σειρά των υπομινωϊκών , δαιδαλικών και αρχαϊκών ειδωλίων , κατά κανένα τρόπο δεν μπορούν να πείσουν τον ερευνητή ότι στο χώρο της Σητείας υπήρξε συγκροτημένη πόλη και μάλιστα των Ελληνικών χρόνων με τα δημόσια και ιδιωτικά της κτίσματα. Όσο κι αν ο χώρος καταστράφηκε ή και ακόμα κατασκάφτηκε από λεηλασίες, φυσικές αιτίες ή και την ανοικοδόμηση δεν είναι δυνατόν να χαθεί ολοκληρωτικά το αρχιτεκτονικό της σύνολο.
Η συστηματική παρακολούθηση άλλωστε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία των θεμελίων των νεοαναγειρομένων οικιών και μάλιστα σε εποχή οικοδομικού οργασμού και σε όλα τα σημεία της πόλης, δεν απέδωσε τίποτα ούτε και όστρακα ακόμα.
Για τα μεμονωμένα ευρήματα μπορούμε να πούμε πως δεν αποκλείεται η άποψη ο χώρος της σημερινής Σητείας να χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για μεμονωμένες κατοικήσεις ή για εγκατάσταση κατασκευών για την αλιεία ή για κάποιο υπαίθριο ιερό.
Φυσικά τα πιο πάνω εδραιώνονται ακόμη περισσότερο όταν η κύρια πόλη βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τις εγκαταστάσεις αυτές.
Την πιο πάνω άποψη – ότι δηλαδή η αρχαία Ητεία βρίσκεται έξω από τον χώρο της σημερινής Σητείας, αλλά πολύ κοντά σ’ αυτόν υποστήριξε πρώτος ο Άγγλος αρχαιολόγος R.C. Bosanquet, συστηματικός ερευνητής της Ανατολικής Κρήτης στις αρχές του αιώνα μας.
Ο Bosanquet πιστεύει πως την αρχαία Ητεία πρέπει να την αναζητήσουμε στον γειτονικό λόφο του Πετρά που και σήμερα υπάρχει μικρός συνοικισμός και απέχει μόλις 1 χλμ. από την πόλη, στον δρόμο για το Παλαίκαστρο.
Πράγματι, πλήθος αρχαίων ερειπίων, κατοικιών, τειχών, δείχνουν πως υπήρχε εκεί μια συστηματική αρχαία κατοίκηση αν και όλα τα ευρήματα είναι Μινωϊκών χρόνων. Ας ελπίσουμε πως η αρχαιολογική σκαπάνη θα δώσει κάποτε απάντηση στο διπλό ερώτημα πόσο σπουδαίος υπήρξε ο συνοικισμός και ποιο το όνομά του, γιατί ακόμα κανένα εύρημα δεν μας έχει φανερώσει το αν πρόκειται για την αρχαία Ητεία ή άλλη πόλη. Στον Πετρά, στα τέλη του 1979, ο Ν.Π. Παπαδάκης, αρχαιολόγος ανέσκαψε ρωμαϊκό τάφο με πλούσια κτερίσματα.
Πράγματι, πλήθος αρχαίων ερειπίων, κατοικιών, τειχών, δείχνουν πως υπήρχε εκεί μια συστηματική αρχαία κατοίκηση αν και όλα τα ευρήματα είναι Μινωϊκών χρόνων. Ας ελπίσουμε πως η αρχαιολογική σκαπάνη θα δώσει κάποτε απάντηση στο διπλό ερώτημα πόσο σπουδαίος υπήρξε ο συνοικισμός και ποιο το όνομά του, γιατί ακόμα κανένα εύρημα δεν μας έχει φανερώσει το αν πρόκειται για την αρχαία Ητεία ή άλλη πόλη. Στον Πετρά, στα τέλη του 1979, ο Ν.Π. Παπαδάκης, αρχαιολόγος ανέσκαψε ρωμαϊκό τάφο με πλούσια κτερίσματα.
Το 1985 άρχισαν νέες ανασκαφικές έρευνες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στον νότιο λόφο του Πετρά εκεί όπου ο Bosanquet είχε επιχειρήσει να εντοπίσει την αρχαία Ητεία. Αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος σπιτιού που χρονολογείται στην αρχή της ΥΜ περιόδου και καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό. Όλα τα δωμάτια που σκάφτηκαν ήταν υπόγεια και βρέθηκαν πολλά σκεύη μαγειρικής. Τα δωμάτια του ορόφου- ο οποίος είχε καταπέσει – ήταν πολυτελή με πλακόστρωση και χρωματιστά κονιάματα.
Ο χώρος ανακαλύφθηκε την ΥΜ ΙΙΙ περίοδο. Υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης και σε παλαιότερες φάσεις. Μεταξύ των κινητών ευρημάτων αξίζει να αναφερθεί ένας πώρινος ληνός ο οποίος προέρχεται από εγκατάσταση in situ πατητηρίου σταφυλιών.
Σε μικρή απόσταση από τον Πετρά, στην θέση Τρυπητός η αποκάλυψη ενός νεωρείου και μιας Ελληνιστικής πόλης δίνουν για πρώτη φορά ελπίδες για τον πραγματικό εντοπισμό της αρχαίας Σητείας.
Αλλά αν αναζητούμε ακόμα την Κλασική και Ρωμαϊκή Σητεία δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η Βυζαντινή και η Ενετική πόλη βρίσκονται κάτω από την σημερινή.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας της πλησίον αρχαίας πόλης πιστεύουν πως για μια άγνωστη αιτία στα πρώτα Βυζαντινά Χρόνια η πόλη μεταφέρθηκε και κτίστηκε στην θέση της σημερινής. Ίσως η μετακίνηση αυτή του πληθυσμού να έγινε μετά τα χρόνια του Μ. Θεοδοσίου μια εποχή που διάφορα στοιχεία μας πείθουν πως έγιναν εκτεταμένες καταστροφές σε αρχαιοελληνικούς συνοικισμούς στην Ανατολική Κρήτη ίσως από θρησκευτικό φανατισμό.
Το βέβαιο είναι ότι η Σητεία έγινε έδρα Επισκοπής και αναφέρεται Επίσκοπος Σητείας το 731 μ.Χ.
Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, φυσικά έπαψε να υφίσταται και επανιδρύθηκε μετά την ανακατάληψη της νήσου, αφού στο Τακτικό του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου το 980 αναφέρεται Επίσκοπος Σητείας.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Λατίνους Σταυροφόρους οι οποίοι την πούλησαν στην Βενετία, Σητεία, Ιεράπετρα, Μιραμβέλλο και Λασήθι δημιούργησαν μια ευρύτερη ενιαία διοικητική περιφέρεια στην οποία δόθηκε το όνομα Sestiere di Cannaregio, από το όνομα μιας συνοικίας της Βενετίας και διαιρέθηκε σε 33 ιπποτείες με διοικητή τον Leonardo Feletro.
Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει ο Ιταλός ερευνητής Cornelius το 1755 στο έργο Creta Sacra βασισμένος στην Historia Candiane έργο του 16ου αιώνα του ιστορικού Ανδρέα Κορνάρου που οι νεώτερες έρευνες τον θέλουν Σητειακό και μάλιστα αδελφό του ποιητή του Ερωτόκριτου.
Αργότερα τον 14ο αιώνα η διοικητική διαίρεση άλλαξε και η Σητεία με την Ιεράπετρα αποτέλεσαν ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια με έδρα την Σητεία που ονομάστηκε Teritorio di Sitia ενώ το Μεραμπέλλο και το Λασίθι υπήχθησαν στον Χάνδακα.
Η Σητεία που γράφεται στα Βενετσιάνικα έγγραφα Sittia ή Sithia ή Settia άκμασε και προόδευσε τόσο από την αρχή της Ενετικής κατάκτησης ώστε η Γερουσία σε έγγραφό της το 1232 την αποκαλεί «Maximum statum et lumen ejusdem insulae » δηλαδή μεγάλο σταθμό και φως της νήσου.
Η Σητεία που γράφεται στα Βενετσιάνικα έγγραφα Sittia ή Sithia ή Settia άκμασε και προόδευσε τόσο από την αρχή της Ενετικής κατάκτησης ώστε η Γερουσία σε έγγραφό της το 1232 την αποκαλεί «Maximum statum et lumen ejusdem insulae » δηλαδή μεγάλο σταθμό και φως της νήσου.
Παρ’ όλα αυτά η Σητεία έλαβε ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστάσεις εναντίον των κατακτητών το 1212,1228-1234,1271-1277, 1282-1299,1341-1347 και 1362. Στην τελευταία, στην οποία συμμετείχαν κυρίως οι Βενετοί άποικοι και έγινε ανακήρυξη της Κρήτης σαν αυτόνομης Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου, στη Σητεία συνέβη το εξής γεγονός το οποίο μας αναφέρει ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Φραγκίσκος Πετράρχης
« Στο λιμάνι της Σητείας προσορμίστηκαν πολεμικά και εμπορικά πλοία των Ενετών τα οποία έπλεαν προς την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια και οι ναύτες βγήκαν στην ξηρά για να εφοδιαστούν με νερό.
Οι Σητειακοί αρνήθηκαν και επακολούθησε συμπλοκή η οποία ενώ στην αρχή φαινόταν πως θα είχε νικηφόρο τέλος για τους επισκέπτες τελικά οι κάτοικοι της Σητείας όχι μόνο τους νίκησαν, αλλά τους καταδίωξαν και βύθισαν αρκετά από τα πλοία της νηοπομπής».
Το 1508 φοβερός σεισμός έπληξε την πόλη της Σητείας και προξένησε μεγάλες καταστροφές ώστε ούτε ο ίδιος ο Ενετός διοικητής της δεν ήταν δυνατό να μείνει στο οίκημα του διοικητηρίου.
Προτού ακόμα επιδιορθωθούν οι φοβερές ζημιές του σεισμού αυτού νέος φοβερός κίνδυνος απειλεί την πόλη, είναι οι επιδρομές του τρομερού κουρσάρου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος ερήμωσε τα Σητειακά παράλια και ακολούθως το 1538 επιτέθηκε εναντίον της πόλεως της Σητείας και σκόρπισε τον όλεθρο και την καταστροφή στο Μπούργο, δηλαδή στην εκτός των τοιχών συνοικία που έμεναν οι έμποροι και οι άλλοι επαγγελματίες και στην συνέχεια επιτέθηκε στα τείχη της οχυρωμένης πόλης τα οποία δεν κατόρθωσε να καταλάβει και έφυγε αφήνοντας πίσω του όμως ανεπανόρθωτες καταστροφές.
Το άγχος και η αγωνία των Σητειακών είχε αρχίσει από πολύ πριν όπως και σε όλη την Κρήτη καθώς οι Οθωμανοί, μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, είχαν στρέψει τις βλέψεις τους στο νησί που κατείχαν οι Ενετοί.
Επιδρομές Τούρκων στα 1462 και 1471είχαν αναγκάσει πολλά χωριά της επαρχίας μετά από συνεχείς λεηλασίες τους να εγκαταληφθούν από τους κατοίκους των.
Έτσι στην περίφημη πια για τα στοιχεία της απογραφής του 1583 που σύνταξε ο Πέτρος Καστροφύλακας ιδιαίτερος των συνδίκων Γκρίτη και Γκαρζώνη και που φαίνεται ότι έχει βασιστεί σε απογραφικά στοιχεία του 1577 που είχε συλλέξει ο Ενετός προβλέπτης Foscarini, η Σητεία αριθμεί 54 χωριά και 13572 κατοίκους ενώ από άλλα στοιχεία (συμβολαιογραφικές πράξεις, χάρτες, αναφορές διοικητικές) φαίνεται ότι πριν από τις Τουρκικές επιδρομές η περιφέρεια της Σητείας είχε πάνω από 80 χωριά.
Ο πληθυσμός της πόλης της Σητείας τότε ήταν 1931 κάτοικοι. Στην ίδια απογραφή δίνεται και κατάλογος των Ευγενών Ενετών και Αρχοντορωμαίων στους οποίους περιλαμβάνονται και 46 φεουδάρχες της Σητείας μεταξύ των οποίων αναφέρονται και τα ονόματα των Κορνάρων, Καραντινών, Σαλαμών, Τζωρτζηδων, Βλάχου, Κράσσου τα οποία έχουν επιβιώσει σε επίθετα σημερινών Σητειακών.
Η επιδρομή του Μπαρμπαρόσσα του 1538 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την πόλη της Σητείας. Πολλοί πιστεύουν πως η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά μετά από αυτήν πράγμα που μάλλον στερείται αλήθειας.
Το βέβαιο είναι ότι α) ο Μπούργκο συνοικίστηκε πάλι και β) η Ενετική εξουσία σκέπτεται σοβαρά να εκκενώσει την πόλη της Σητείας. Το 1639 ο Γενικός προβλέπτης Isepo Civran σε έκθεσή του, προτείνει να εγκαταλειφτεί η Σητεία και να μεταφερθούν οι κάτοικοί της σε οχυρά φρούρια του εσωτερικού της Επαρχίας και πιθανώς στο Λιόπετρο και στο Μόντε Φόρτε. Όμως η εγκατάλειψη της πόλης δεν έγινε αμέσως αλλά γύρω στα 1648 οπότε οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Σητεία. Οι κάτοικοι δέχονται την απόφαση με απόγνωση. Δεν θέλουν να αφήσουν το χώμα των προγόνων τους, το βίο τους και τα ιερά τους. Ο Κρητικός ποιητής Μαρίνος Μπουνιαλής στο ποίημα του για τον πόλεμο της Κρήτης κατά των Τούρκων που αποτελείται από 12.000 στίχους και πρωτοτυπώθηκε στην Βενετία το 1681, τραγουδά με αληθινό σπαραγμό το δράμα των προσφύγων.
Το βέβαιο είναι ότι α) ο Μπούργκο συνοικίστηκε πάλι και β) η Ενετική εξουσία σκέπτεται σοβαρά να εκκενώσει την πόλη της Σητείας. Το 1639 ο Γενικός προβλέπτης Isepo Civran σε έκθεσή του, προτείνει να εγκαταλειφτεί η Σητεία και να μεταφερθούν οι κάτοικοί της σε οχυρά φρούρια του εσωτερικού της Επαρχίας και πιθανώς στο Λιόπετρο και στο Μόντε Φόρτε. Όμως η εγκατάλειψη της πόλης δεν έγινε αμέσως αλλά γύρω στα 1648 οπότε οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Σητεία. Οι κάτοικοι δέχονται την απόφαση με απόγνωση. Δεν θέλουν να αφήσουν το χώμα των προγόνων τους, το βίο τους και τα ιερά τους. Ο Κρητικός ποιητής Μαρίνος Μπουνιαλής στο ποίημα του για τον πόλεμο της Κρήτης κατά των Τούρκων που αποτελείται από 12.000 στίχους και πρωτοτυπώθηκε στην Βενετία το 1681, τραγουδά με αληθινό σπαραγμό το δράμα των προσφύγων.
« Ο Γενεράλης έστειλε κάτεργα εις τη Στεία
Να πάρουν ούλο το λαό, να τη χαλού με βία,
Και τον Ρετούρη επήρασι κι όλους με πλήσια πίκρα
Κι αφήκασι τα σπίτια ντω τα πλούσια κ’ εδιαβήκα
Στ’ τσι βάρκες και τα κάτεργα τα’ έβαλε να μισέψει,
Μα τη καρδιά τω Χριστιανών τις να τη θεραπέψει
Εις το κακό που πάθασι απού τα σπίτια εκαίγα,
Όσοι κι αν ήτονε εκεί εδερνουνταν κι εκλαίγα
Κ’ εγροίκας θρήνους άμετρους, δαρμούς πολλούς να κάνου
Τη γη τους να φιλούσινε και τα μαλλιά να βγάνου
Τη χώρα να ρημάσουσι και τα περίχωρα τζι
Τα ζώα να σκοτώνουσι, να κόφτουν τα δενδρά τζι
Εδάρνουντένε διχερής κι ελέγαν τι θεωρούμε
Και που θα βρούμε κατοικίες σα τούτες να σταθούμε;
Και την πατρίδα την γλυκειά πως ν’ αποχωρηστούσι
Και μπλιο δεν την κυτάζουνε ουδέ τήνε πατούσι…».
Να πάρουν ούλο το λαό, να τη χαλού με βία,
Και τον Ρετούρη επήρασι κι όλους με πλήσια πίκρα
Κι αφήκασι τα σπίτια ντω τα πλούσια κ’ εδιαβήκα
Στ’ τσι βάρκες και τα κάτεργα τα’ έβαλε να μισέψει,
Μα τη καρδιά τω Χριστιανών τις να τη θεραπέψει
Εις το κακό που πάθασι απού τα σπίτια εκαίγα,
Όσοι κι αν ήτονε εκεί εδερνουνταν κι εκλαίγα
Κ’ εγροίκας θρήνους άμετρους, δαρμούς πολλούς να κάνου
Τη γη τους να φιλούσινε και τα μαλλιά να βγάνου
Τη χώρα να ρημάσουσι και τα περίχωρα τζι
Τα ζώα να σκοτώνουσι, να κόφτουν τα δενδρά τζι
Εδάρνουντένε διχερής κι ελέγαν τι θεωρούμε
Και που θα βρούμε κατοικίες σα τούτες να σταθούμε;
Και την πατρίδα την γλυκειά πως ν’ αποχωρηστούσι
Και μπλιο δεν την κυτάζουνε ουδέ τήνε πατούσι…».
Αλλά αν το 1648 έγινε η εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους, η φρουρά της περιτειχισμένης πόλης αμύνθηκε μέχρι το 1651οπότε φαίνεται με την αποχώρηση της φρουράς έγινε και καταστροφή από την ίδια των τειχών και των σπουδαιοτέρων κτισμάτων.
Την πτώση της Σητείας περιγράφει επίσης και ο ιατροφιλόσοφος Αθανάσιος Σκληρός ή Πικρός που έζησε τα γεγονότα του Βενετοτουρκικού πολέμου και πέθανε στο Ηράκλειο το 1664 και ο οποίος περιέργως ονομάζει την Σητεία Εστία. Μετά την εγκατάλειψη και καταστροφή της πόλης όλες οι ιστορικές μαρτυρίες δείχνουν πως η Σητεία δεν συνοικίστηκε για δύο αιώνες.
Την πτώση της Σητείας περιγράφει επίσης και ο ιατροφιλόσοφος Αθανάσιος Σκληρός ή Πικρός που έζησε τα γεγονότα του Βενετοτουρκικού πολέμου και πέθανε στο Ηράκλειο το 1664 και ο οποίος περιέργως ονομάζει την Σητεία Εστία. Μετά την εγκατάλειψη και καταστροφή της πόλης όλες οι ιστορικές μαρτυρίες δείχνουν πως η Σητεία δεν συνοικίστηκε για δύο αιώνες.
Το 1845 που την επισκέφθηκε ο Γάλλος γεωλόγος V. Raulin όπως μας γραφεί στο έργο του Description Physique de l’ ile Crete» δεν βρήκε στην θέση της παρά μερικούς ‘’μαγαζέδες’’ δηλαδή αποθήκες για την συλλογή λαδιού.
Λίγο αργότερα την επισκέφτηκε ο Άγγλος πλοίαρχος TB Spratt που την περιγράφει σαν σωρούς ερειπίων όπως την άφησαν, χωρίς ποτέ να ξανακτιστεί ή να κατοικηθεί από Τούρκους. Μετά την κατάληψη της πόλης και της επαρχίας από τους Τούρκους η Σητεία αποτέλεσε ιδιαίτερη διοικητική διαίρεση: την υποδιοίκηση Σητείας που διαιρέθηκε σε 44 μουκατάδες κάτι ανάλογο με τα τιμάρια των Ενετών.
Το 1671 έγινε απογραφή των Τούρκων ύστερα από διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη Κιοπρουλή Πασά και αναφέρονται 45 χωριά με 895 οικογένειες. Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για θρησκευτική ανεξαρτησία στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Επισκοπή Σητείας το 1571 είχε συνενωθεί με την Ιεράπετρα και ο Επίσκοπος έφερε τον τίτλο του Μητροπολίτου Ιεράς και Σητείας με έδρα την Ιεράπετρα. Στα τέλη της Τουρκοκρατίας επανιδρύθηκε η Επισκοπή Σητείας και το 1832 ενώθηκε πάλι με αυτήν της Ιεράπετρας.
Το 1870 ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Χουσεϊν Αβνή Πασάς με τον διοικητή του Λασιθίου Κωστή Αδοσίδη Πασά αποφάσισε αντί του Πισκοκεφάλου που στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν το σπουδαιότερο χωριό της επαρχίας, κάτι σαν πρωτεύουσα, να αγοραστεί η περιοχή των ερειπίων της παλαιάς Σητείας και να δημιουργηθεί εκεί η νέα πρωτεύουσα της επαρχίας.
Το ρυμοτομικό σχέδιο ήταν του Αβνή Πασά και η νέα πόλη προς τιμή του ονομάστηκε Αβνιέ, ονομασία που μόνο οι Οθωμανοί συνήθιζαν ενώ οι Έλληνες την έλεγαν Λιμάνι της Σητείας ή Στεία. Από τα πρώτα δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν στην νέα πόλη ήταν και το Επαρχείο που δυστυχώς κατεδαφίστηκε γύρω στα 1955 και στη θέση του αναγέρθηκε το νέο κτίριο των Δημόσιων Υπηρεσιών που και αυτό σήμερα έχει εγκαταλειφτεί ως ακατάλληλο (πλην των δικαστηρίων).
Στην απογραφή του 1881 η Σητεία είχε μόλις 570 κατοίκους, οι οποίοι το 1928 έφθασαν τους 2170. Το 1911 υδροδοτήθηκε από τις θαυμάσιες πηγές του χωριού Ζού. Από τότε η Σητεία εξελίσσεται με άλματα σε ένα από τα πιο σπουδαία αστικά κέντρα της Κρήτης.
Εκτός από την οικονομική άνθηση της πόλης που στηρίζεται κυρίως στην διακίνηση της μεγάλης παραγωγής της επαρχίας σε λάδι, σταφίδα και κηπευτικά σπουδαία είναι και η πολιτιστική της ανόρθωση που στηρίζεται στην βαριά πολιτιστική της κληρονομιά.